- μεταβιβάζω
- (Α μεταβιβάζω) [βιβάζω]μεταφέρω ή κάνω να μεταφερθεί κάτι σε άλλο μέρος (α. «το πλοίο θα μεταβιβάσει τα εμπορεύματα στους σεισμοπαθείς» β. «μεταβιβάσομεν τὸν λόγον ἐπὶ τὰς Ἡρακλέους πράξεις», Διόδ.)νεοελλ.1. διαβιβάζω («θα τού μεταβιβάσω τους χαιρετισμούς σου»)1. εκχωρώ δικαίωμά μου σε κάποιον («μεταβιβάζω γραμμάτιο»)αρχ.2. κάνω κάτι να αλλάξει θέση ή κατάσταση2. οδηγώ κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταθέτω3. (λογ.) μεταβάλλω την πορεία ή το σχήμα ενός λογικού επιχειρήματος ή συλλογισμού4. παρασύρω5. μεταφράζω από μια γλώσσα σε άλλη («εἰς τὴν ἑλληνικὴν διάλεκτον μεταβιβαζόμενος», Διον. Αλ.)6. φρ. «δαίμων εἰς ἀγαθά μεταβιβάζει» — ο θεός μάς οδηγεί προς το καλό, μάς πάει στο καλύτερο (Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.